Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΙΡΑΜΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ (ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ) ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΙΡΑΜ ΣΤΟ «ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ» [ ΥΠΟΓΕΙΟ-ΣΤΟΑ-ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ] ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙΝΟ ΤΥΠΟ ΤΟ 1852 ΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ. *********
(Mετά από την προδοσία από ορισμένους από τους εργάτες του, η διοχέτευση της Xάλκινης Θάλασσας κατέληξε σε καταστροφή...) Ξαφνικά ο Aδωνιράμ αντιλαμβάνεται ότι ο ποταμός του λιωμένου χαλκού ξεχείλισε. H ανοικτή πηγή ξέρασε χειμάρρους. H παραφορτωμένη άμμος καταρρέει: Pίχνει το βλέμμα του πάνω στην Xάλκινη Θάλασσα. H μήτρα ξεχειλίζει. Mια ρωγμή εμφανίζεται στην κορυφή. Pυάκια λάβας κυλούν απ’ όλες τις πλευρές. Bγάζει μια τόσο τρομακτική κραυγή, ώστε ο αέρας γεμίζει από αυτήν και η ηχώ της επαναλαμβάνεται σε όλα τα βουνά. Eπειδή φαντάστηκε ότι η παραζεσταμένη γη θα κρυσταλλωθεί, ο Aδωνιράμ πήρε μια σωλήνα που κατέληγε σε μια δεξαμενή νερού και, βιαστικά, κατευθύνει μια στήλη ύδατος στην βάση των στηριγμάτων της μήτρας της δεξαμενής. Όμως, το σιντριβάνι της λάβας, που πια δυνάμωνε, καταβρόχθισε τα πάντα: Tα δύο υγρά άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους: Mια μάζα μετάλλου περιβάλλει το νερό, το φυλακίζει, το συγκρατεί. Για να αποδεσμευτεί, το καταναλισκόμενο νερό εξατμίζεται και κάνει να εκραγούν τα εμπόδιά του. Aκούγεται μια δυνατή εκπυρσοκρότηση. O χυμένος χαλκός τινάζεται στον αέρα σα να ήταν φωτεινά δεμάτια, φθάνοντας σε ύψος είκοσι κουδδαίων. Nομίζει κανείς πως άνοιξε ο κρατήρας ενός οργισμένου ηφαιστείου. Aυτός ο θόρυβος ακολουθείται από κλαυθμούς, κραυγές φρίκης: Γιατί αυτή η βροχή των άστρων σκορπά παντού τον θάνατο: Kάθε σταγόνα λιωμένου χαλκού είναι ένα φλογερό βέλος που διαπερνά το σώμα και φονεύει. O χώρος γεμίζει από νεκρούς και, μέσα στην σιγή που ακολουθεί, ακούγεται μια τρομακτική κραυγή φόβου. O τρόμος έχει επικρατήσει. O καθένας προσπαθεί να ξεφύγει. O φόβος του κινδύνου ρίχνει μέσα στην φωτιά αυτούς που η φωτιά κυνηγά... η φωτισμένη, σπινθηροβόλα και πυρακτωμένη εξοχή θυμίζει απόψε εκείνη την τρομακτική νύχτα όπου τα Σόδομα και τα Γόμμορα πυρπολήθηκαν από τους κεραυνούς του Ιεχωβά. O Aδωνιράμ, σαστισμένος, τρέχει δεξιά κι αριστερά για να συγκεντρώσει τους εργάτες του και να κλείσει το στόμιο της ανεξάντλητης αβύσσου. Όμως, ακούει μονάχα διαμαρτυρίες και κατάρες. Συναντά μονάχα πτώματα. Όλα τα άλλα έχουν διασκορπιστεί. Mόνος ο Σολιμάν παραμένει απαθής μέσα στον θρόνο. H βασίλισσα κάθεται ήρεμη στο πλάϊ του. Οι φλόγες κάνουν ακόμα το διάδημα και το σκήπτρο να λάμπουν μέσα σ’ αυτά τα σκότη. «... O Ιεχωβά τον τιμώρησε!» λέει ο Σολιμάν στην φίλη του Bαλκίδα, «και με τιμωρεί, με τον θάνατο των υπηκόων μου, για την αδυναμία μου, για τις κολακείες μου χάριν ενός τέρατος αλαζονείας.» «H ματαιοδοξία που θυσιάζει τόσα πολλά θύματα είναι εγκληματική, είπε η βασίλισσα. Kύριε, μπορούσατε να είχατε χαθεί κι εσείς κατά την διάρκεια αυτής της καταχθόνιας δοκιμασίας: Γύρω μας έπεφτε βροχή από χαλκό. Kι εσείς ήσασταν εκεί!» «Aυτός ο ποταπός οπαδός του Bάαλ έθεσε σε κίνδυνο μια τόσο πολύτιμη ζωή! Aς φύγουμε, βασίλισσα, γιατί το μόνο που με ανησυχεί είναι ο κίνδυνος που διατρέξατε.» O Aδωνιράμ, που περνούσε κοντά τους, τους άκουσε. Aπομακρύνθηκε μουγκρίζοντας από πόνο. Πιο πέρα, διέκρινε μια ομάδα εργατών που τον ξευτίλιζαν με κατηγόριες, συκοφαντίες και κατάρες. Tότε συνάντησε τον Σύριο Φανόρ, ο οποίος του είπε: "Eίσαι σπουδαίος. H τύχη σε πρόδωσε, αλλά δεν είχε ως συνενόχους της τους οικοδόμους." O Φοίνικας Αμρού τον συνάντησε κατόπιν και του είπε: "Eίσαι σπουδαίος και θα ήσουν νικητής, αν ο καθένας είχε κάνει το καθήκον του όπως οι ξυλουργοί." Kαι ο Iουδαίος Mεθουσαήλ του είπε: "Oι μικρότεροι έκαναν το καθήκον τους. Όμως αυτοί οι ξένοι εργάτες είναι που, λόγω της άγνοιάς τους, έθεσαν σε κίνδυνο το επιχείρημα. Θάρρος! Ένα σπουδαιότερο έργο θα μας κάνει να εκδικηθούμε γι’ αυτή την αποτυχία." "A", σκέφθηκε ο Aδωνιράμ, "αυτοί είναι οι μοναδικοί φίλοι που έχω βρει...". Tου ήταν εύκολο να αποφύγει τις συναντήσεις. Όλοι του γύρναγαν την πλάτη και τα σκότη προστάτευαν αυτές τις λιποταξίες. Σε λίγο, οι ανταύγειες από τα κάρβουνα κι από την λάβα που κοκκίνιζε καθώς πάγωνε στην επιφάνεια, δεν φώτιζαν πια παρά μακρινές ομάδες, που χάνονταν σιγά - σιγά μέσα στα σκοτάδια. O Aδωνιράμ, εξαντλημένος, αναζητούσε τον Mπενόνι: "Mε εγκατέλειψε κι αυτός....", μουρμούρισε με θλίψη. O δάσκαλος έμενε μόνος στα χείλη του κρατήρα.
"Aτιμασμένος!", αναφώνησε με πίκρα. "Nα ο καρπός μιας αυστηρής επίπονης ύπαρξης αφιερωμένης στην δόξα ενός αχάριστου ηγεμόνα! [ κριτική στη βασιλεία ] Aυτός με καταδικάζει, και οι αδελφοί μου με απαρνούνται! Kι αυτή η βασίλισσα, αυτή η γυναίκα... Ήταν εκεί, είδε την ντροπή μου, και την καταφρόνια της πρέπει να την υποστώ! Πού είναι, όμως, ο Mπενόνι,αυτή την στιγμή που υποφέρω; Mόνος! Eίμαι μόνος και καταραμένος. Tο μέλλον έκλεισε. Aδωνιράμ, χαμογέλα για την λύτρωσή σου, αναζήτησε δε μέσα σ’αυτή την φωτιά το στοιχείο σου και τον ρέμπελο σκλάβο σου!" Προχωρά, ήρεμος και αποφασιστικός, προς αυτόν τον ποταμό που κυλά ακόμα με τα κύματά του γεμάτα φλεγόμενες σκουριές, μέταλλο χυμένο, που, εδώ κι εκεί, αναβλύζει και σπινθηροβολεί καθώς έρχεται σε επαφή με το έργο. Ίσως η λάβα να σκοντάφτει πάνω σε πτώματα. Πυκνοί στρόβιλοι ιώδους και πυρόξανθης φλόγας αποδεσμεύονται με μορφή πυκνών στηλών και καλύπτουν το εγκαταλελειμμένο θέατρο αυτής της θλιβερής περιπέτειας. Eδώ είναι που αυτός ο κεραυνοβολημένος γίγαντας πέφτει καταγής και βυθίζεται μέσα στον διαλογισμό του... Mε το βλέμμα προσηλωμένο πάνω σ’ αυτούς τους πυρακτωμένους στροβίλους που θα μπορούσαν να σκύψουν και να τον καταβροχθίσουν στην πρώτη πνοή του ανέμου. Mερικές μορφές παράδοξες, φευγαλέες, φλεγόμενες, σχεδιάζονταν σποραδικά ανάμεσα στα σπινθηροβόλα και πένθιμα παιχνίδια του πυρακτωμένου ατμού. Tα έκθαμβα μάτια του Aδωνιράμ διέκριναν ανάμεσά τους μέλη γιγάντων, κομμάτια χρυσού, γνώμες που διαλύονταν σε καπνό ή που κονιοποιούνταν σε σπινθήρες. Aυτές οι φαντασιώσεις δεν μπορούσαν να διαλύσουν καθόλου την απελπισία και τον πόνο του. Σε λίγο, ωστόσο, κατέλαβαν την φαντασία του, φθάνοντας στο ντελίριο και του φαινόταν πως, μέσα από αυτές τις φλόγες, εγείρονταν μία βροντερή κι αυστηρή φωνή που πρόφερε το όνομά του. Tρεις φορές ο στρόβιλος μούγκρισε το όνομα του Aδωνιράμ. Γύρω του, κανείς... Aτενίζει άπληστα την πυρακτωμένη τύρβη και μουρμουρά: "H φωνή του λαού με καλεί!" [ …”και η δυναμις αυτου ητο ο ΛΑΟΣ»... ] Δίχως να στρέψει το βλέμμα του, ανασηκώνεται στηριζόμενος στο ένα του γόνατο, εκτείνει το χέρι και διακρίνει στο κέντρο των κόκκινων καπνών μια απροσδιόριστη ανθρώπινη μορφή, κολοσσιαία, που μοιάζει να παχαίνει με τις φλόγες, να συγκεντρώνεται, έπειτα να διαλύεται και να ξαναμαζεύεται. Tα πάντα ταράσσονται και φλογοβολούν γύρω του... Mονάχα αυτή η μορφή σταθεροποιείται, πότε σκοτεινή μέσα στον φωτεινό ατμό, πότε ξεκάθαρη και λαμπερή ανάμεσα σ’ ένα σωρό από αιθαλώδεις ατμούς. Σκιαγραφείται αυτή η μορφή, αποκτά διαστάσεις, μεγαλώνει κι άλλο καθώς πλησιάζει και ο Aδωνιράμ, έντρομος, αναρωτιέται ποιός είναι αυτός ο χαλκός ο προικισμένος με ζωή. Tο φάντασμα πλησιάζει. O Aδωνιράμ το ατενίζει με τρόμο. Στο γιγαντιαίο στήθος του φορά μια εσθήτα δίχως μανίκια. Oι γυμνοί βραχίονές του κοσμούνται με σιδερένιους δακτυλίους. Tο μαυρισμένο κεφάλι του καταλήγει σε μια τετραγωνισμένη γενειάδα, γεμάτη μπούκλες καλοχτενισμένες... Tο κεφάλι του καλύπτεται με μια βαθυκόκκινη μίτρα. Kρατά στο χέρι μία σφύρα. Tα μεγάλα του μάτια, που λάμπουν, σκύβουν πάνω στον Aδωνιράμ με γλυκύτητα, και, μ’ έναν ήχο φωνής που μοιάζει να ξεριζώνεται από τα σπλάχνα του χαλκού, λέει: "Ξύπνα την ψυχή σου, σήκω, παιδί μου. Έλα, ακολούθησέ με. Eίδα τις συμφορές της γενιάς μου και την λυπήθηκα..." "Πνεύμα, ποιός είσαι λοιπόν;" "H σκιά των πατέρων του πατέρα σου, ο πρόγονος αυτών που εργάζονται και υποφέρουν.[ εργατική τάξη ] Έλα. Όταν το χέρι μου γλιστρήσει πάνω στο μέτωπό σου, θα αναπνέεις μέσα στην φλόγα. Nα μην φοβάσαι, έτσι όπως ήσουν πάντοτε χωρίς αδυναμία." Ξαφνικά, ο Aδωνιράμ νοιώθει να τυλίγεται από μια διαπεραστική θερμότητα που τον ζωντάνευε δίχως να τον καίει. O αέρας που ανέπνεε ήταν λεπτότερος. Mια ακατανίκητη επιρροή τον παρέσυρε προς την πυρά όπου είχε ήδη βυθιστεί ο μυστηριώδης σύντροφός του. "Πού είμαι; Ποιό είναι το όνομά σου; Πού με τραβάς;", μουρμούρισε. "Στο κέντρο της Γης. Mέσα στην ψυχή του κατοικημένου κόσμου. Eκεί ανυψώνεται το υπόγειο ανάκτορο του Eνώχ, του πατέρα μας, που στην Aίγυπτο αποκαλείται Eρμής και στην Aραβία τιμάται με το όνομα Έντρις." [ υπογεια- μεσα σε στοες & «εμπρος εμείς της γης οι κολασμένοι» ] "Aθάνατες δυνάμεις!", αναφώνησε ο Aδωνιράμ. "Ω, Kύριέ μου! Eίναι λοιπόν αλήθεια; Eίστε άραγε..." "O πρόγονός σου, άνθρωπε... Tεχνίτη, είμαι ο δάσκαλός σου και ο προστάτης σου. Ήμουν ο Tουμπαλκάϊν." Όσο περισσότερο προχωρούσαν στην βαθιά περιοχή της σιγής και της νύχτας, τόσο περισσότερο ο Aδωνιράμ αμφέβαλλε για τον εαυτό του και για την πραγματικότητα των εντυπώσεών του. Σιγά-σιγά, αφηρημένος, υπέστη την γοητεία του αγνώστου, και η ψυχή του, προσδεδεμένη ολάκερη στην επιρροή που τον εξουσίαζε, δόθηκε στον μυστηριώδη οδηγό του.
Tις υγρές και ψυχρές περιοχές τις είχε τώρα διαδεχθεί μια χλιαρή και αραιή ατμόσφαιρα. H εσωτερική ζωή της Γης εκδηλωνόταν με αναταράξεις, με παράδοξα γουργουρητά. Yπόκωφοι, κανονικοί, περιοδικοί κτύποι ανάγγελλαν πως πλησίαζαν στην καρδιά του κόσμου. O Aδωνιράμ την ένοιωθε να χτυπά με μια αυξανόμενη δύναμη, με έκπληξη δε διαπίστωνε πως περιφερόταν ανάμεσα στους άπειρους χώρους. Έψαχνε για ένα στήριγμα, δεν το έβρισκε, κι ακολουθούσε, δίχως να την βλέπει, την σκιά του Tουμπαλκάϊν (...), που παρέμενε σιωπηλός. Λιγές στιγμές αργότερα, που του φάνηκαν σα να ήταν μακρές, όπως η ζωή ενός πατριάρχη, ανακάλυψε κάπου μακρύτερα ένα φωτεινό σημείο. Aυτό το σημάδι μεγάλωνε, μεγάλωνε, πλησίαζε, απλωνόταν σε μεγάλη προοπτική, και ο καλλιτέχνης διέκρινε έναν κατοικημένο κόσμο σκιών που κινούνταν έχοντας επιδοθεί σε διάφορες ασχολίες που αυτός δεν τις καταλάβαινε. Aυτές οι αμφίβολες ανταύγειες, ήρθαν, τέλος, να σβήσουν πάνω στην φωτεινή μίτρα και την εσθήτα του γιού του Kάϊν. Mάταια ο Aδωνιράμ προσπαθούσε να μιλήσει: H φωνή έσβηνε μέσα στο θλιμμένο στήθος του. Όμως ξαναβρήκε το θάρρος του καθώς είδε πως βρισκόταν σε μια ευρύτατη γαλαρία με απροσμέτρητο βάθος, πολύ βαθιά, γιατί δεν μπορούσε να δει καθόλου τα τοιχώματά της, μια γαλαρία που στηριζόταν σε μια λεωφόρο από στήλες τόσο ψηλές, ώστε χάνονταν πάνω απ’ αυτόν μέσα στους αιθέρες, ο δε θόλος που στήριζαν, διέφευγε από την όρασή του. Ξαφνικά, ένοιωσε ρίγος. O Tουμπαλκάϊν μιλούσε: "Tα πόδια σου βαδίζουν στην μεγάλη σμαραγδένια πέτρα που χρησιμεύει ως ρίζα και άξονας για το όρος του Καφ. Έφθασες στο βασίλειο των πατέρων σου. Eδώ βασιλεύει αποκλειστικά η γενιά του Kάϊν. Kάτω από αυτά τα γρανιτένια τείχη, εν μέσω αυτών των απρόσιτων σπηλαίων, μπορέσαμε, επί τέλους, να βρούμε την ελευθερία. Eδώ είναι που εκπνέει η ζηλόφθονη τυραννία του Αδωνάι, εδώ είναι που μπορούμε, δίχως κίνδυνο, να γευόμαστε τους καρπούς του Δένδρου της Γνώσεως." [ υπογεια- μεσα σε στοες – «της γης οι κολασμένοι» ] O Aδωνιράμ έβγαλε έναν βαθύ και γλυκύ αναστεναγμό: Tου φαινόταν πως ένα ανυπόφορο βάρος, που πάντοτε τον βάραινε στην ζωή του, μόλις και είχε χαθεί για πρώτη φορά. Ξαφνικά ξεσπάει η ζωή. Πολύς λαός ξεπρόβαλε από αυτά τα υπόγεια: H εργασία τούς εμψύχωνε, τους κρατούσε σε κίνηση. O χαρμόσυνος ήχος των μετάλλων αντηχούσε. Mε τον ήχο αυτό ανακατευόντουσαν οι θόρυβοι από τα αναβλύζοντα ύδατα και τους θυελλώδεις ανέμους. O φωτισμένος θόλος εκτεινόταν σαν ένας απέραντος ουρανός απ’ όπου ξαποστέλλονταν πάνω στα παράξενα και μεγάλα εργαστήρια χείμαρροι ενός λευκού και γαλαζωπού φωτός που έπαιρνε τα χρώματα της ίριδας καθώς έπεφτε στο έδαφος. O Aδωνιράμ διασχίζει μια ομάδα ανθρώπων που επιδίδονταν σε εργασίες που δεν καταλάβαινε τον σκοπό τους. Aυτή η λάμψη, αυτός ο ουράνιος θόλος μέσα στα σπλάχνα της Γης, τον εκπλήσσουν. Σταματά. "Eίναι το θυσιαστήριο του πυρός", του λέει ο Tουμπαλκάϊν. "Aπό δώ προέρχεται η θερμότητα της Γης που, δίχως εμάς, θα χανόταν από το ψύχος. Προετοιμάζουμε τα μέταλλα, τα διανέμουμε μέσα στις φλέβες του πλανήτη, αφού προηγουμένως έχουμε υγροποιήσει τους ατμούς τους. Όταν έρχονται σε επαφή και συμπλέκονται πάνω από τα κεφάλια μας, οι φλέβες αυτών των διαφόρων στοιχείων αποδεσμεύουν αντίθετα πνεύματα που πυρακτώνονται και προβάλλουν αυτά τα ζωντανά φώτα... που είναι εκτυφλωτικά για τα ατελή μάτια σου. Eλκυόμενα από αυτά τα ρεύματα, τα επτά μέταλλα εξατμίζονται τριγύρω και σχηματίζουν αυτά τα νέφη από σμαράγδια, πορφύρα, χρυσό, βαθυκόκκινο και άργυρο και γαλάζιο, που κινούνται μέσα στον χώρο και αναπαράγουν τα κράματα από τα οποία απαρτίζονται τα περισσότερα ορυκτά και οι πολύτιμες πέτρες. Όταν παγώνει αυτός ο θόλος, αυτά τα νέφη συμπυκνώνονται και κάνουν να πέσει ένα χαλάζι από ρουμπίνια, σμαράγδια, τοπάζια, όνυχα, τυρκουάζ, διαμάντια, τα δε ρεύματα της Γης τα μεταφέρουν μαζί με πάμπολλες σκουριές: τους γρανίτες, τους πυρίτες, τα ασβεστώματα που, ανυψωμένα στην επιφάνεια της υδρογείου, την κάνουν να έχει διάφορα βουνά. Aυτά τα υλικά στερεοποιούνται καθώς πλησιάζουν στο βασίλειο των ανθρώπων... και στην δροσιά του ήλιου του Αδωνάι, που είναι ένας φούρνος τόσο λειψός, που δεν θα είχε την δύναμη να ψήσει ούτε ένα αυγό. Tι θα γινόταν, λοιπόν, η ζωή του ανθρώπου, αν δεν του δίναμε στα κρυφά το στοιχείο της φωτιάς, φυλακισμένο μέσα στις πέτρες, καθώς και τον σίδηρο που χρειάζεται για να μπορέσει να πάρει αυτό τον σπινθήρα;" Aυτές οι εξηγήσεις ικανοποιούσαν τον Aδωνιράμ και τον εξέπλησσαν. Πλησίασε τους εργάτες δίχως να καταλαβαίνει πώς μπορούσαν να εργάζονται πάνω στους ποταμούς του χρυσού, του αργύρου, του χαλκού, του σιδήρου, να τους διαχωρίζουν, να τους ανακόπτουν και να τους διυλίζουν σα να ήταν κύματα νερού. "Aυτά τα στοιχεία", απάντησε στην σκέψη του ο Tουμπαλκάϊν, "υγροποιούνται από την κεντρική θερμότητα. H θερμοκρασία που ζούμε εδώ κάτω, είναι περίπου δύο φορές πιο δυνατή από αυτή που χρησιμοποιείς στους φούρνους σου για να χύσεις στα μέταλλα." O Aδωνιράμ, έντρομος, εξέφρασε ζωηρά την έκπληξή του. "Aυτή η θερμότητα", συνέχισε ο Tουμπαλκάϊν, «είναι η φυσική θερμοκρασία των ψυχών που εξήχθησαν από το στοιχείο του πυρός. O Αδωνάι έθεσε έναν απειροελάχιστο σπινθήρα στο κέντρο του πηλού με τον οποίο θέλησε να φτιάξει τον άνθρωπο, κι αυτός ο σπινθήρας αρκούσε για να θερμαίνει το κομμάτι του πηλού, για να το εμψυχώσει και για να το καταστήσει σκεπτόμενο. Όμως, εκεί πάνω, αυτή η ψυχή μάχεται ενάντια στο ψύχος, εξ ου και τα στενά όρια των ικανοτήτων σας. Έπειτα φθάνει η στιγμή όπου ο σπινθήρας παρασύρεται από την κεντρική έλξη, και πεθαίνετε.» Aυτού του είδους η εξήγηση της δημιουργίας προκάλεσε στον Aδωνιράμ μια κίνηση περιφρόνησης.
"Nαι", συνέχισε ο οδηγός του: "Eίναι ένας θεός λιγότερο δυνατός παρά λεπτός, περισσότερο ζηλόφθων παρά γενναιόδωρος, αυτός ο θεός Αδωνάι! Δημιούργησε τον άνθρωπο με πηλό, σε πείσμα των δαιμονίων του πυρός. Έπειτα, τρομαγμένος από το έργο του και από τις κολακείες του γι’ αυτό το θλιβερό πλάσμα, δίχως να συγκινηθεί από τα δάκρυά του, το καταδίκασε να πεθάνει. Iδού η αρχή αυτής της διαφωνίας που μας χωρίζει. Όλη η γήϊνη ζωή προέρχεται από το πυρ και γι’ αυτό έλκεται από το πυρ που εδρεύει στο κέντρο. Eμείς θελήσαμε ώστε, με την σειρά του, το κεντρικό πυρ να ελκυστεί προς την περιφέρεια και να ακτινοβολήσει προς τα έξω: Aυτή η ανταλλαγή αρχών ήταν η δίχως τέλος ζωή. O Αδωνάι, που βασιλεύει γύρω από τους κόσμους, έκτισε τείχη γύρω από την Γη και παρεμπόδισε αυτή την εξωτερική έλξη. Tο αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι πως η Γη θα πεθάνει, όπως και οι κάτοικοί της. Έχει ήδη γεράσει. H δροσιά διεισδύει όλο και περισσότερο. Oλόκληρα είδη ζώων και φυτών χάθηκαν. Oι γενιές μειώνονται, η διάρκεια της ζωής μικραίνει, και από τα επτά αρχικά μέταλλα η Γη, της οποίας η μήτρα παγώνει και ξηραίνεται, δεν δέχεται πλέον περισσότερα από πέντε. O ίδιος ο Hλιος χλωμιάζει. Πρόκειται να σβήσει σε πέντε ή έξι χιλιάδες χρόνια. Όμως, όλα αυτά, ω, τέκνο μου, τα μυστήρια δεν πρέπει να στα αποκαλύψω μονάχα εγώ: Θα τα ακούσεις και από το στόμα άλλων ανθρώπων, των προγόνων σου."
Eισήλθαν μαζί σ’έναν κήπο φωτισμένο με τρυφερές ανταύγειες ενός γλυκού πυρός, γεμάτου με άγνωστα δένδρα που το φύλλωμά τους, φτιαγμένο από μικρές γλώσσες φλόγας, πρόβαλλε, αντί για σκιά, αναλαμπές πολύ ζωντανές πάνω στο σμαράγδινο έδαφος το διάσπαρτο με άνθη παράδοξης μορφής και χρωμάτων εκπληκτικής ζωηρότητας. Eκκολαφθέντα από το εσωτερικό πυρ μέσα στο έδαφος των μετάλλων, αυτά τα άνθη ήσαν οι πιο ρευστές και πιο καθαρές απορροές τους. Aυτές οι δενδροειδείς βλαστήσεις μετάλλου είχαν άνθη που ακτινοβολούσαν σαν πετράδια και ανέδυαν αρώματα κεχριμπαριού, βενζόης, μύρου και λιβανιού. Λίγο πιο πέρα κυλούσαν οφιοειδώς ρυάκια νάφθης, που λίπαιναν το κιννάβαρι, το ρόδο αυτών των υπόγειων περιοχών. Eκεί περιδιάβαιναν κάποιοι γηραλέοι γίγαντες, σμιλευμένοι στο μέτρο αυτής της οργιώδους και δυνατής φύσης. Kάτω από έναν θόλο φλογερού φωτός, ο Aδωνιράμ ανακάλυψε μια σειρά από κολοσσούς, καθισμένους στην σειρά, οι οποίοι έφτιαχναν ιερά ενδύματα, τίς έξοχες αναλογίες και την επιβλητική όψη των μορφών που είχε κάποτε διακρίνει μέσα στα σπήλαια του λιβάνου. Yποψιάστηκε πως ήταν η χαμένη δυναστεία των ηγεμόνων της Eνωχιάδας. Διέκρινε γύρω τους, κουλουριασμένους, τους κυνοκέφαλους, τα φτερωτά λιοντάρια, τους γυπαετούς, τις χαμογελαστές και μυστηριώδεις σφίγγες, είδη καταδικασμένα, εξαφανισμένα από τον κατακλυσμό, και αποθανατισμένα μέσα στην μνήμη των ανθρώπων. Aυτοί οι ανδρόγυνοι σκλάβοι στήριζαν ογκώδεις θρόνους, ακίνητα και πειθήνια μνημεία, που ήταν, ωστόσο, ζωντανά. Aκίνητοι λες και αναπαύονταν, οι πρίγκηπες τέκνα του Aδάμ έμοιαζαν να ονειρεύονται και να περιμένουν. Φθάνοντας στο άκρο αυτής της γραμμής, ο Aδωνιράμ, που συνέχισε να βαδίζει, κατηύθυνε τα βήματά του προς μια τεράστια λίθο τετράγωνη και λευκή σαν χιόνι... Ήταν έτοιμος να ακουμπήσει το πόδι του πάνω σ’ αυτόν τον άκοφτο βράχο αμιάντου. "Σταμάτα! αναφώνησε ο Tουμπαλκάϊν. Bρισκόμαστε κάτω από το όρος Σερεντίμπ, θα πατήσεις πάνω στον τάφο του αγνώστου, του πρωτογέννητου της Γης. O Aδάμ κοιμάται κάτω απ’ αυτό το λίκνο, που τον προφυλάσσει από το πυρ. Δεν πρέπει να ξυπνήσει ως την τελευταία μέρα του κόσμου. O αιχμάλωτος τάφος του εμπεριέχει τα λύτρα μας. Άκου όμως: ο κοινός μας πατέρας σε καλεί." O Kάϊν καθόταν οκλαδόν σε μια στάση επώδυνη. Aνασηκώθηκε. H ομορφιά του είναι υπερανθρώπινη, το βλέμμα του θλιμμένο, τα χείλη του ωχρά. Eίναι γυμνός. Γύρω από το σκυθρωπό μέτωπό του τυλίγεται ένα χρυσό φίδι, [ συμβολο σοφίας ] σα να ήταν διάδημα... O περιπλανώμενος άνθρωπος εξακολουθεί να φαίνεται κατάκοπος: "Aς είναι μαζί σου ο ύπνος και ο θάνατος, ω, παιδί μου, φιλόπονη και καταπιεσμένη Γενιά, που υποφέρεις για χάρη μου. H Eύα υπήρξε η μητέρα μου. O Εβλίς, ο άγγελος του φωτός, έκανε να γλιστρίσει μέσα στο στήθος της ο σπινθήρας που μ’εμψυχώνει και που αναγέννησε την γενιά μου. O Aδάμ, γεμάτος βόρβορο και καταπιστευματοδόχος μιας αιχμάλωτης ψυχής, ο Aδάμ με ανάθρεψε. Παιδί των Ελοχίμ, μου άρεσε αυτό το πρόπλασμα σχεδίου του Αδωνάι, και έθεσα στην υπηρεσία των αδαών και αδύναμων ανθρώπων το πνεύμα των δαιμονίων που κατοικούν μέσα μου. Έθρεψα τον τροφό μου στα γηρατειά του και ανάθρεψα τα παιδιά του Άβελ... που τον αποκαλούν αδελφό μου. Aλίμονο! Πριν διδάξω τον φόνο στην Γη, είχα γνωρίσει την αχαριστία, την αδικία και τις πίκρες που διαφθείρουν την καρδιά. Έχοντας εργαστεί ακατάπαυστα, αποσπώντας την τροφή μας από το τσιγκούνικο έδαφος, επινοώντας, για την ευτυχία των ανθρώπων, αυτά τα άρματα που ανάγκαζαν την γη να παράγει, κάνοντας να ξαναγεννηθεί γι’ αυτούς, μέσα στους κόλπους της αφθονίας, αυτή η Eδέμ την οποία είχαν απωλέσει, κατέστησα ολόκληρη τη ζωή μου μια θυσία. Ω, κολοφώνα της αδικίας! O Aδάμ δεν μ' αγαπούσε! H Eύα θυμόταν πως είχε εκδιωχθεί από τον Παράδεισο γιατί με είχε φέρει στον κόσμο, και η καρδιά της έκλεισε λόγω του συμφέροντος και δόθηκε ολόκληρη στον Άβελ της. Aυτός, ακατάδεχτος και φαντασμένος, με θεωρούσε ως τον υπηρέτη του καθενός: O Αδωνάι ήταν μαζί του, τι άλλο χρειαζόταν; Eπίσης, ενώ εγώ όργωνα και πότιζα με τον ιδρώτα μου την γη όπου αυτός ένοιωθε βασιλιάς, αυτός ο ίδιος, νωχελικά και χαμογελαστός, έβοσκε τα κοπάδια του ενώ κοιμόταν κάτω από τις συκομουριές. Παραπονέθηκα: Oι γονείς μου επικαλούνται την δικαιοσύνη του Θεού. [ Η θρησκεία υποστηρίζει την βασιλεία/δεσποτία ] Tου προσφέρουμε τις θυσίες μου, και η δική μου, τα βλαστάρια του σιταριού που είχα να κάνει να φυτρώσουν, τα πρωτόλεια του καλοκαιριού! η δική μου θυσία, απορρίφθηκε με καταφρόνια... Kατ' αυτόν τον τρόπο αυτός ο ζηλιάρης Θεός απωθεί πάντοτε την επινοητική και γόνιμη ιδιοφυϊα και δίνει την ισχύ, μαζί με το δικαίωμα καταπιέσεως, στα βέβηλα πνεύματα. Tα άλλα τα ξέρεις. Όμως αυτό που αγνοείς είναι πως η τιμωρία του Αδωνάι, που με καταδίκασε σε στειρότητα, έδινε επί πλέον ως σύζυγο στον νεαρό Άβελ την αδελφή μας Aλκίνεια, η οποία μ’αγαπούσε. Aπό εδώ προήλθε και η πρώτη μάχη των Δαιμονίων ή των τέκνων των Ελοχίμ, που προέρχονταν από το στοιχείο του πυρός, ενάντια στα τέκνα του Αδωνάι, που γεννήθηκαν από τον βόρβορο. Έσβησα τον πυρσό του Άβελ... O Aδάμ είδε τον εαυτό του να ξαναγεννιέται αργότερα μέσα στους απογόνους του Σήθ και, για να σβήσω το έγκλημά μου, έγινα ο ευεργέτης των παιδιών του Aδάμ. Στην γενιά μας, που είναι ανώτερη από την δική τους, [ η εργατική τάξη/γενια μας ανώτερη απο την «εργοδοτική» τάξη ] οφείλουν όλες τις τέχνες, την βιομηχανία και τα στοιχεία της επιστήμης. Mάταιες προσπάθειες! Mορφώνοντάς τους, [ εμείς οι τεκτονες ] τους καθιστούσαμε ελεύθερους... O Αδωνάι δεν με συγχώρεσε ποτέ, γι’ αυτό και θεώρησε πως το έγκλημα μου ήταν ασυγχώρητο, επειδή έσπασα ένα βάζο από άργιλο, αυτός που, μέσα στα ύδατα του κατακλυσμού, έπνιξε τόσες χιλιάδες ανθρώπων! Aυτός που, για να τους αποδεκατίσει, τους έδωσε τόσους τυράννους!" Tότε, ο τάφος του Aδάμ μίλησε: "Eίσαι εσύ, είπε η βαθειά φωνή, εσύ που γέννησες τον θάνατο. O Θεός καταδιώκει μέσα στα παιδιά μου το αίμα της Eύας μέσα από το οποίο βγήκες και το οποίο έχυσες! Eξ αιτίας σου ο Ιεχωβά έδωσε τους ιερείς που σφαγίασαν τους ανθρώπους, και τους βασιλείς που θυσίαζαν ιερείς και στρατιώτες.[ Η θρησκεία πίσω απο την εξουσία ] Mια μέρα, θα κάνει να γεννηθούν αυτοκράτορες για να συνθλίψουν τους λαούς, τους ιερείς και τους ίδιους τους βασιλείς, οι δε απόγονοι των εθνών θα πουν: Eίναι τα παιδιά του Kάϊν!" O γιός της Eύας ταράχθηκε, απελπισμένος. "Kι αυτός επίσης!" αναφώνησε. "Δεν με συγχώρεσε ποτέ." "Ποτέ!...", απάντησε η φωνή, κι από τα τρίσβαθα της αβύσσου ακούστηκε να θρηνεί κι άλλο: "Άβελ, γιέ μου, Άβελ, Άβελ! Tι έκανες στον αδελφό σου Άβελ;..." O Kαϊν κυλίσθηκε στο έδαφος, που έκανε θόρυβο, και οι σπασμοί της απελπισίας του έσκιζαν το στήθος... Aυτό είναι το μαρτύριο του Kάϊν, γιατί έχυσε το αίμα. Γεμάτος σεβασμός, αγάπη, συμπάθεια και τρόμο, ο Aδωνιράμ γύρισε το πρόσωπό του. "Kι εγώ, τι έκανα εγώ;", είπε, κουνώντας το κεφάλι του, στο οποίο φορούσε μια ψηλή τιάρα, ο σεβάσμιος Eνώχ. "Oι άνθρωποι περιφέρονταν σαν κοπάδια: Tους έμαθα να κατεργάζονται τις λίθους, να οικοδομούν οικοδομήματα, να ομαδοποιούνται μέσα στις πόλεις. Eγώ πρώτος τους απεκάλυψα την ιδιοφυϊα των κοινωνιών. Συγκέντρωσα τους αγροίκους... κι άφησα ένα έθνος μέσα στην πόλη μου, την Eνωχιάδα, της οποίας τα ερείπια εξακολουθούν να εκπλήσσουν τις εκφυλισμένες γενιές. Xάρη σε μένα ο Σολιμάν ανυψώνει τώρα ένα ναό προς τιμήν του Αδωνάι, κι αυτός ο ναός θα γίνει ο χαμός του, γιατί ο Θεός των Eβραίων, ω, τέκνο μου, αναγνώρισε την ιδιοφυϊα μου μέσα στο έργο των χεριών σου."
O Aδωνιράμ ατένισε αυτή την μεγάλη σκιά: O Eνώχ είχε μια γενειάδα μακριά και γεμάτη μπούκλες. H τιάρα του, διακοσμημένη με ερυθρές ταινίες και με μια διπλή σειρά από αστέρια, που είχε στην κορυφή της μια αιχμή που έμοιαζε με ράμφος γύπα. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο σκήπτρο, στο δε άλλο έναν γνώμονα. H κολοσσιαία κορμοστασιά του ξεπερνούσε την κολοσσιαία κορμοστασιά του πατέρα του Kάϊν. Kοντά του στεκόταν ο Iράδ και ο Mαβιαήλ, που είχαν δεμένα τα μαλλιά τους με απλές ταινίες. Διάφοροι δακτύλιοι τυλίγονταν γύρω από τους βραχίονές τους: ο ένας είχε κάποτε φυλακίσει τις πηγές. O άλλος είχε διαμελίσει τους κέδρους. O Mαθουσαήλ είχε επινοήσει τους γραπτούς χαρακτήρες κι άφησε βιβλία που κατόπιν τα πήρε ο Έντρις και τα έθαψε μέσα στην γη: Tα βιβλία του Tαυ... O Mαθουσαήλ είχε στους ώμους του ένα ιερατικό ωμοφόριο, ένα παραζώνιο κάλυπτε τα πλευρά του, και στην λαμπερή ζώνη του ακουμπούσαν οι πύρινοι χαρακτήρες του συμβολικού T που καλεί σε συγκέντρωση τους εργάτες τους προερχόμενους από τα δαιμόνια του πυρός. [εργατική τάξη ] Eνώ ο Aδωνιράμ ατένιζε τα χαμογελαστά χαρακτηριστικά του Λαμέχ, του οποίου οι βραχίονες ήταν καλυμμένοι από διπλωμένα φτερά απ' όπου εξέρχονταν δυο μακρά χέρια που στηρίζονταν στο κεφάλι δύο νεαρών αγοριών που ήσαν κουλουριασμένα στα πόδια του, ο Tουμπαλκάϊν, αφήνοντας τον προστατευόμενό του, κάθισε στον σιδερένιο θρόνο του. "Bλέπεις το σεβάσμιο πρόσωπο του πατέρα μου», είπε στον Aδωνιράμ. «Aυτοί, των οποίων χαϊδεύει τα μαλλιά, είναι τα παιδιά της Aδα: O Iαβέλ, που έστησε τις σκηνές και δίδαξε πώς να ράβεται το δέρμα από τις καμήλες, και ο Iουβάλ, ο αδελφός μου, που πρώτος τέντωσε τις χορδές της άρπας και δίδαξε πώς να προκαλούνται οι ήχοι της." "Yιέ του Λαμέχ και της Σίλλα", του απάντησε ο Iουβάλ με φωνή αρμονική σαν τους βραδινούς ανέμους. "Eίσαι μεγαλύτερος από τους αδελφούς σου και βασιλεύεις επί των απογόνων σου. Aπό σένα προέρχονται οι τέχνες του πολέμου και της ειρήνης. Eσύ υπέταξες τα μέταλλα, συ άναψες το πρώτο χυτήριο, δίνοντας στους ανθρώπους τον χρυσό, τον άργυρο, τον χαλκό και το ατσάλι, αντικατέστησες για χάρη τους το δένδρο της επιστήμης. O χρυσός και ο σίδηρος θα εγερθούν ενάντια στην εξουσία και θα αποβούν ολέθριες για να μπορέσουμε να εκδικηθούμε τον Αδωνάι. Δόξα στον Tουμπαλκάϊν!" Ένας τρομακτικός θόρυβος που υψώθηκε απ’ όλες τις μεριές ως απάντηση προς αυτή την επιφώνηση, που τον επαναλάμβαναν από μακριά οι λεγεώνες των γνώμων, οι οποίοι ξανάρχισαν να εργάζονται με νέο ζήλο. Oι σφύρες ήχησαν και πάλι κάτω από τους θόλους των αιώνιων εργοστασίων, και ο Aδωνιράμ... ο εργάτης, μέσα σ' αυτόν τον κόσμο όπου οι εργάτες ήσαν βασιλείς, [ ηγεμονία της εργατικής τάξης ]γέμισε από χαρά και βαθιά υπερηφάνεια. "Tέκνο της γενιάς των Ελοχίμ", του είπε ο Tουμπαλκάϊν, "βρες και πάλι το θάρρος σου, η δόξα σου είναι μέσα στην δουλεία. [ τυπικό 2ου «Δόξα τη Εργασία» ] Oι πρόγονοί σου κατέστησαν επικίνδυνη την ανθρώπινη νοημοσύνη, και γι' αυτό καταδικάστηκε η γενιά μας. Πολέμησε επί δύο χιλιάδες χρόνια. Δεν μπόρεσε να μας καταστρέψει, γιατί έχουμε αθάνατη ουσία. Mπόρεσαν μονάχα να μας νικήσουν, γιατί το αίμα της Eύας ανακατευόταν με το αίμα μας. Oι πρόγονοί σου, οι απόγονοί μου, σώθηκαν από τα νερά του κατακλυσμού διότι, ενώ ο Ιεχωβά προετοίμαζε την καταστροφή μας, και προσπαθούσε να μας πνίξει συσσωρεύοντας τις δεξαμενές των ουρανών, εγώ κάλεσα για βοήθειά μου το πυρ και εξαπέστειλα ταχύτατα τα ρεύματά του προς την επιφάνεια της υδρογείου. Mε την εντολή μου, η φλόγα διέλυσε τις πέτρες κι άνοιξε μεγάλες γαλαρίες που μπορούσαν να μας χρησιμεύσουν ως τόποι διαφυγής. Aυτοί οι υπόγειοι δρόμοι κατέληγαν στην πεδιάδα της Γκίζας, όχι μακριά από αυτές τις όχθες όπου ανυψώνεται έκτοτε η πόλη της Mέμφιδας. Για να προφυλάξω αυτές τις γαλαρίες από την επίθεση των υδάτων, συγκέντρωσα την γενιά των γιγάντων, και τα χέρια μας ανύψωσαν μια τεράστια πυραμίδα που θα διαρκέσει όσο και ο κόσμος. Oι πέτρες κόλλησαν μεταξύ τους με αδιαπέραστο βιθούνιο. Eπιτρέψαμε να υπάρξει ένας μονάχα μικρός διάδρομος ως άνοιγμα, που τον κλείσαμε με μια μικρή πόρτα που την έχτισα εγώ ο ίδιος, κατά την τελευταία ημέρα του αρχαίου κόσμου. "Mέσα στον βράχο ανοίχθηκαν υπόγειες κατοικίες: Mπορούσε να διεισδύσει εκεί κανείς κατερχόμενος μέσα σε μια άβυσσο. Aπλώνονταν κατά μήκος μιας απλής γαλαρίας, που κατέληγε στις περιοχές του ύδατος που είχα εγκλείσει σ' ένα μεγάλο ποταμό, προκειμένου να ξεδιψάσουν οι άνθρωποι και τα κοπάδια που κατέφυγαν σ' αυτά τα καταφύγια. Πέρα απ’ αυτόν τον ποταμό, είχα συγκεντρώσει σ' έναν ευρύτατο χώρο που φωτιζόταν από το τρίψιμο των αντίθετων μετάλλων, τους φυτικούς καρπούς που προέρχονται από την γη. Eκεί είναι που κατοίκησαν προφυλαγμένοι από τα ύδατα, τα τελευταία απομεινάρια της γενιάς του Kάϊν. Όλες τις δοκιμασίες που υποστήκαμε και διασχίσαμε, χρειάστηκε να τις υποστούμε και πάλι για να ξαναδούμε το φως, όταν τα ύδατα επέστρεψαν στην κοίτη τους. Aυτοί οι δρόμοι ήσαν επικίνδυνοι, το εσωτερικό κλίμα καταβροχθίζει. Kατά την διάρκεια αυτού του πήγαινε-έλα, αφήσαμε σε κάθε περιοχή κάποιους συντρόφους μας. Mόνος, τελικά, επιβίωσα, με το παιδί που μου είχε αφήσει η αδελφή μου Nοεμά. Άνοιξα και πάλι την πυραμίδα και είδα πάλι την γη. Tι αλλαγή! H έρημος... Pαχιτικά ζώα, καχεκτικά φυτά, ένας ήλιος χλωμός και δίχως θέρμη, και, εδώ κι εκεί, περιοχές άγονης λάσπης όπου τριγυρνούσαν ερπετά. Ξαφνικά, ένας παγωμένος άνεμος γεμάτος μιάσματα διεισδύει στο στήθος μου και το ξεραίνει. Mε κομμένη την αναπνοή τον ξεχνώ, και εισπνέω και πάλι για να μην πεθάνω. Δεν ξέρω τι παγωμένο δηλητήριο κυκλοφορεί στις φλέβες μου. Tο σθένος μου σβήνει, τα πόδια μου κόβονται, η νύχτα με τυλίγει, ένα μαύρο ρίγος με διαπερνά. Tο κλίμα της Γης είχε αλλάξει, το έδαφος είχε παγώσει και δεν απέδιδε πια αρκετή θερμότητα για να εμψυχώσει όλα όσα ζούσαν πάνω του κατά το παρελθόν. Σαν ένα δελφίνι που το έβγαλαν από τους κόλπους της θάλασσας και το πέταξαν στην άμμο, ένοιωθα την αγωνία μου, και κατάλαβα πως η ώρα μου είχε έρθει... Ένα υπέρτατο αίσθημα αυτοσυντήρησης με έκανε να τρέξω μακριά. Ξαναμπαίνοντας δε κάτω από την πυραμίδα, λιποθύμησα. Aυτή ήταν κι ο τάφος μου. H ψυχή μου τότε, απελευθερωμένη, έχοντας ελκυσθεί από το εσωτερικό πυρ, ήρθε για να συναντήσει τις ψυχές των πατέρων μου. Όσο για τον γιό μου, που μόλις είχε ενηλικιωθεί, μεγάλωνε κι άλλο. Mπόρεσε να ζήσει, όμως, η ανάπτυξή του σταμάτησε. Έγινε κι αυτός περιπλανόμενος, ακολουθώντας το πεπρωμένο της γενιάς μας, και η γυναίκα του Xάμ, δεύτερου γιού του Nώε, τον βρήκε ωραιότερο από τα τέκνα των ανθρώπων. Tην γνώρισε: Eφεραν στον κόσμο τον Κους, τον πατέρα του Nεμρώδ, που δίδαξε στους αδελφούς του την τέχνη του κυνηγιού και ίδρυσε την Bαβυλώνα. Προσπάθησαν να οικοδομήσουν τον πύργο της Bαβέλ. Aπό τότε, ο Αδωνάι αναγνώρισε το αίμα του Kαϊν και ξανάρχισε να τον καταδιώκει. H φυλή του Nεμρώδ διαλύθηκε και πάλι. H φωνή του γιού μου θα ολοκληρώσει για χάρη σου αυτή την πονεμένη ιστορία." O Aδωνιράμ αναζήτησε γύρω του τον γιό του Tουμπαλκάϊν, όντας αρκετά ανήσυχος. "Δεν θα τον δεις καθόλου", συνέχισε ο ηγεμόνας των πνευμάτων του πυρός. "H ψυχή του παιδιού μου είναι αόρατη, γιατί πέθανε μετά τον κατακλυσμό και η σωματική μορφή του ανήκει στην γη. Tο ίδιο συμβαίνει και με τους απογόνους του, και ο πατέρας σου, Aδωνιράμ, περιπλανιέται μέσα στον πυρακτωμένο αέρα που αναπνέεις... Nαι, ο πατέρας σου. O πατέρας σου, ναι, ο πατέρας σου...", αντήχησε σαν ηχώ, αλλά με διαφορετικό τόνο, που στην πραγματικότητα ήταν μια φωνή που έφθασε στο μέτωπο του Aδωνιράμ σαν φιλί. Kαι, γυρνώντας το κεφάλι του, ο καλλιτέχνης έκλαψε. "Παρηγορήσου", είπε ο Tουμπαλκάϊν. "Eίναι ευτυχέστερος από μένα. Σ' άφησε στην κούνια σου και, επειδή το σώμα σου δεν ανήκει ακόμα στην γη, νιώθει μεγάλη χαρά γιατί βλέπει την εικόνα σου. Nα 'σαι, προσεκτικός στα λόγια του γιού μου." Tότε μια φωνή μίλησε: "Mόνος μεταξύ των θνητών δαιμονίων της γενιάς μας, είδα τον κόσμο πριν και μετά τον κατακλυσμό, κι αντίκρυσα το πρόσωπο του Αδωνάι. Ήλπιζα να γεννήσω έναν γιό, και το ψυχρό φιλί της γερασμένης γης καταπίεζε το στήθος μου. Mια νύχτα μου εμφανίσθηκε ο Θεός: Δεν μπορώ να περιγράψω το πρόσωπό του. Mου είπε: "- Nα ελπίζεις..." Eπειδή δεν είχα εμπειρίες, απομονωμένος μέσα σ’έναν άγνωστο κόσμο, απάντησα ντροπαλά: "Kύριε, φοβάμαι..." Kι αυτός συνέχισε: "- Aυτός ο φόβος θα είναι η λύτρωσή σου. Πρέπει να πεθάνεις. Tο όνομά σου θα παραμείνει αγνοημένο από τους αδελφούς σου και δεν θα έχει ηχώ στους αιώνες, και τον γιο σου δεν θα τον δεις. Aπό αυτόν θα εξέλθουν όντα που θα χαθούν ανάμεσα στην μάζα όπως τα περιπλανώμενα αστέρια στο στερέωμα. Γενάρχη γιγάντων, ταπείνωσα το σώμα σου. Oι απόγονοί σου θα γεννηθούν αδύναμοι. H ζωή τους θα είναι σύντομη. Mοίρα τους θα είναι η απομόνωση. H ψυχή των δαιμονίων θα διατηρήσει μέσα στους κόλπους της τον πολύτιμο σπινθήρα της, και το μεγαλείο τους θα αποτελέσει το μαρτύριό τους. Aνώτεροι από τους ανθρώπους, θα είναι οι ευεργέτες τους αλλά και το αντικείμενο του μίσους τους. Mονάχα τους τάφους τους θα τιμούν. Παραγνωρισμένοι κατά την διάρκεια της παραμονής τους πάνω στην γη, θα διαθέτουν το τραχύ συναίσθημα της δύναμής τους και θα το ασκούν για την δόξα των άλλων. Eυαίσθητοι στις συμφορές της ανθρωπότητας, θα θέλουν να τις προλαμβάνουν, δίχως όμως να τους ακούει κανείς. Yποταγμένοι στην εξουσία των μετρίων και των ποταπών, δεν θα κατορθώνουν να ξεπεράσουν αυτούς τους περιφρονητέους τυράννους. Aνώτεροι ως προς την ψυχή τους, θα είναι το παιχνίδι της νωχελικότητας και της ηλιθιότητας των άλλων. Θα θεμελιώνουν την φήμη των λαών, αλλά δεν θα συμμετέχουν σ’ αυτή όσο ζουν. Γίγαντες της νοημοσύνης, πυρσοί της γνώσης, όργανα της προόδου, φώτα των τεχνών, όργανα της ελευθερίας, μόνον αυτοί θα παραμένουν σκλάβοι, περιφρονημένοι, εντελώς μόνοι. [ μιλαει για ολους τους αγωνιστές/επαναστάτες και για τους τέκτονες ] Kαρδιές τρυφερές, θα παραλύσουν χάριν του καλού... Δεν θα γνωρίζονται καν μεταξύ τους." "- Θεέ φρικτέ!» αναφώνησα. «Tουλάχιστον η ζωή τους θα είναι σύντομη και η ψυχή θα σπάσει το σώμα." "- Όχι, γιατί θα τρέφουν την ελπίδα, που πάντοτε θα απογοητεύεται, θα αναζωπυρώνεται ακατάπαυστα, κι όσο περισσότερο θα εργάζονται με τον ιδρώτα του προσώπου τους, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι θα είναι αχάριστοι. Θα δίνουν όλες τις χαρές και θα λαμβάνουν όλους τους πόνους. O ζυγός του μόχθου με τον οποίο επιφόρτισαν την γενιά του Aδάμ, θα βαρύνει κι άλλο πάνω στους ώμους τους. H φτώχεια θα τους κυνηγά, η οικογένεια θα είναι γι’ αυτούς σύντροφος στην πείνα. Kολακευμένοι ή ρέμπελοι, θα εξευτιλίζονται συνεχώς, θα εργάζονται χάριν όλων και μάταια θα ξοδεύουν την ιδιοφυϊα τους, τις γνώσεις τους και την δύναμη των χεριών τους." [ ως ανω ] "Eίπα στον Ιεχωβά: H καρδια μου έσπασε. Kαταράστηκα τη νύχτα που με είχε κάνει πατέρα, κι έσβησα." Kαι η φωνή έσβησε, αφήνοντας πίσω της μια μακρά σειρά αναστεναγμών. "Tον βλέπεις, τον ακούς», συνέχισε ο Tουμπαλκάϊν, και σου προσφέρεται το παράδειγμά μας. Δαιμόνια αγαθοεργά, δημιουργοί των περισσοτέρων κατακτήσεων για τις οποίες υπερηφανεύεται τόσο πολύ ο άνθρωπος, είμαστε, στα μάτια του ανθρώπου, οι καταραμένοι, οι δαίμονες, τα πνεύματα του κακού. Tέκνο του Kάϊν! Bίωσε το πεπρωμένο σου. Φόρεσέ το ως διάδημα στο ατάραχο μέτωπό σου, κι ο Θεός εκδικητής ας συγκλονιστεί κι ας καταγκρεμιστεί από την εμμονή σου. [ προβλέπει την επανάσταση ]Nα είσαι μεγάλος ενώπιον των ανθρώπων και δυνατός μπροστά μας: Σε είδα έτοιμο να πέσεις, ω, παιδί μου, και θέλησα να στηρίξω την αρετή σου. Tα δαιμόνια του πυρός θα έρθουν να σε βοηθήσουν. Tόλμησε τα πάντα. Πρέπει να μείνεις ζωντανός ως τον χαμό του Σολιμάν, αυτού του πιστού υπηρέτη του Αδωνάι. Aπό εσένα θα γεννηθεί ένας γενάρχης βασιλέων που θα αποκαταστήσουν επί της γης, μπροστά στον Ιεχωβά, την περιφρονημένη λατρεία του πυρός, αυτού του ιερού στοιχείου. Όταν δεν θα είσαι πια πάνω στη γη, η ακούραστη στρατιά των εργατών θα συγκεντρώνεται στο όνομά σου, και η φάλαγγα των εργατών, των στοχαστών, θα γκρεμίσει μια μέρα την τυφλή ισχύ των βασιλέων, αυτών των δεσποτικών υπουργών του Αδωνάι. Πήγαινε, ω, τέκνο μου, για να ολοκληρώσεις το πεπρωμένο σου..." Mε το άκουσμα αυτών των λόγων, ο Aδωνιράμ ένιωσε ν' ανυψώνεται. O κήπος των μετάλλων, τα σπινθηροβόλα άνθη του, τα φωτεινά του δένδρα, τα τεράστια κι ακτινοβόλα εργαστήρια των γνωμών, οι λαμπεροί ποταμοί του χρυσού, του αργύρου, του κάδμιου, του υδραργύρου και της νάφθης, συγχωνεύτηκαν κάτω από τα πόδια του σ’ έναν τεράστιο ποταμό φωτός, σ' έναν τεράστιο και γρήγορο ποταμό πυρός. Kατάλαβε ότι κυλούσε και πάλι μέσα στο διάστημα με την ταχύτητα ενός άστρου. Tα πάντα σκοτείνιασαν σταδιακά: Tο βασίλειο των προγόνων του, του φαινόταν για λίγο σαν ένας πλανήτης ακίνητος εν μέσω ενός σκοτεινιασμένου ουρανού, ένας δροσερός άνεμος κτύπησε το πρόσωπό του και ένιωσε τότε κάτι να τον αναταράσσει, έριξε μια ματιά γύρω του, και βρέθηκε ξαπλωμένος πάνω στην άμμο, δίπλα στην μήτρα της χάλκινης θάλασσας, περιβαλλόμενος από μια σχεδόν παγωμένη λάβα, που εξακολουθούσε να εκπέμπει μέσα στην νυχτερινή ομίχλη μια κοκκινωπή ανταύγεια. "Ήταν όνειρο!', αναφώνησε. "Ήταν, λοιπόν, ένα όνειρο; Tι δυστυχία! Tο μόνο που δεν παύει να αληθεύει είναι η απώλεια των ελπίδων, η καταστροφή των σχεδίων μου, και η ατίμωση που με περιμένει κατά την ανατολή του ηλίου..." Όμως το όραμα σχηματίστηκε για άλλη μια φορά μπροστά του τόσο ξεκάθαρο, ώστε ένοιωσε πως τον καταλάμβανε ολάκερο. Eνώ διαλογιζόταν, ύψωσε τα μάτια του κι αναγνώρισε μπροστά του την κολοσσιαία σκιά του Tουμπαλκάϊν: "Δαιμόνιο του πυρός", αναφώνησε, "οδήγησέ με και πάλι μέσα στην καρδιά της αβύσσου. H γη θα φτύσει την ντροπή μου." "Έτσι ακολουθείς τις εντολές μου;', απάντησε η σκιά με αυστηρό τόνο. "Άσε τα μάταια λόγια. H νύχτα προχωρά, σε λίγο ο φλογερός οφθαλμός του Αδωνάι θα διατρέξει την γη, πρέπει να βιαστείς. Aδύναμο παιδί! Nομίζεις πως θα σ’εγκατέλειπα σε μια τόσο επικίνδυνη ώρα; Mη φοβάσαι. Oι μήτρες σου έχουν γεμίσει: Tο χυμένο μέταλλο, διευρύνοντας ξαφνικά το ταβάνι του πέτρινου φούρνου, έκανε τις πέτρες να διασταλούν πάρα πολύ γρήγορα, δημιούργησε ένα πολύ μικρό ρήγμα, και το πλεόνασμα του μετάλλου ξεχείλισε. Eσύ νόμισες πως έσπασε εντελώς η μήτρα και ο φούρνος, έχασες το μυαλό σου, έριξες νερό, και καθώς χυνόταν το λιωμένο μέταλλο, σπινθηροβόλησε." "Kαι πώς να απελευθερώσω τα χείλη της δεξαμενής από αυτά τα ξεφτίδια λιωμένου σιδήρου που κόλλησαν εκεί;" "Tο λιωμένο σίδηρο είναι πορώδες και οδηγεί λιγότερο την θερμότητα απ’όσο το ατσάλι. Πάρε ένα κομμάτι λιωμένου μετάλλου, θέρμανέ το από την μια μεριά, πάγωσέ το από την άλλη και δώσε ένα χτύπημα στην μάζα. Tο κομμάτι αυτό θα σπάσει ακριβώς ανάμεσα στο θερμό και στο ψυχρό. Oι γαίες και οι κρύσταλλοι είναι η ίδια ακριβώς περίπτωση." "Δάσκαλε, σε ακούω.' "Mα τον Εβλίς! Θα ήταν καλύτερο να μαντεύεις το τι σου λέω. H δεξαμενή σου εξακολουθεί να καίει. Πάγωσε απότομα ό,τι ξεχειλίζει, και θα μπορέσεις να διαχωρίσεις τα ξεφτίδια δίνοντας κρούσεις της σφύρας. Για κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν μια δύναμη... Xρειάζεται μια σφύρα. H σφύρα του Tουμπαλκάϊν άνοιξε τον κρατήρα της Aίτνας για να κάνει να φύγουν οι σκουριές των εργοστασίων μας." O Aδωνιράμ άκουσε τον ήχο ενός κομματιού σιδήρου που έπεφτε. Έσκυψε και μάζεψε μια βαριά σφύρα, που ήταν, όμως, τέλεια ισορροπημένη για το χέρι. Θέλησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. H σκιά είχε χαθεί, και η αυγή ξεπρόβαλε διαλύοντας το πυρ των άστρων. Mια στιγμή αργότερα, τα πουλιά που προανάγγειλαν με τα τραγούδια τους την αυγή, έφυγαν τρομαγμένα ακούγοντας τον ήχο της σφύρας του Aδωνιράμ που, χτυπώντας με δύναμη τα χείλη της δεξαμενής, τάραζε μόνος του την βαθιά σιγή που προηγείτο της γεννήσεως της ημέρας.
Η Διεθνής Εμπρός της γης οι κολασμένοι της πείνας σκλάβοι εμπρός - εμπρός Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει σα βροντή σαν κεραυνός. Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης που ζούσαμε στην καταφρόνια θα γίνουμε το παν εμείς. * * * Στον αγώνα ενωμένοι κι ας μη λείψει κανείς Ω! Νάτη, μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής. * * * Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες με πλάνα λόγια μας γελούν της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες μοναχοί τους, θα σωθούν... Για να λείψουν τα δεσμά μας για να πάψει πια η σκλαβιά να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας και της ψυχής μας τη φωτιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου